- ἰσοδύναμοι
- ἰσοδύναμοςequal in forcemasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἰσοδυναμοῖ — ἰσοδυναμέω have equal power pres opt act 3rd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισοδύναμαι — ἰσοδύναμοι (Α) μτγν. τ. τού ισοδυναμώ* … Dictionary of Greek
βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… … Dictionary of Greek
ισοπαλία — η [ἰσόπαλος], το αποτέλεσμα ενός παιχνιδιού ή αγώνα στα οποία δεν αναδεικνύεται νικητής, αλλά οι αντίπαλοι βγαίνουν ισοδύναμοι … Dictionary of Greek
ξυνωνός — ξυνωνός, ὁ (ΑΜ) κοινωνός, μέτοχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυνών. Οι τ. ξυνών, ξυνωνός, ξυνωνία είναι ισοδύναμοι σημασιολογικά με τους κοινών, κοινωνός, κοινωνία] … Dictionary of Greek
ποτίστασις — και ποίστασις, άσιος, ἡ, Α (δωρ. τ.) 1. αποδοχή, παραδοχή 2. φρ. «ἐκ ποτιστάσιος δίκη» δίκη που διεξάγεται από πρόσωπα τα οποία έχουν γίνει αποδεκτά από τους διαδίκους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί* / ποι, τ. ισοδύναμοι τού πρός + στάσις (< ἵστημι)] … Dictionary of Greek
χαρακτήρας — Παραγόμενη από το χαράσσω, σκαλίζω, η λέξη χ., στη φιλοσοφία και στην ψυχολογία, σημαίνει το τυπικό αποτέλεσμα, στην ατομική περίπτωση –που πάντα αλλάζει, αλλά ωστόσο έχει σταθερότητα και συνέπεια– της διαπλαστικής επίδρασης παραγόντων, που… … Dictionary of Greek